τύπωμα
(ουσ. ουδ.)
τσύπωμα
[ˈtsipoma]
Γούρδ.
Αρχ. ουσ. τύπωμα. Για τον τύπ. βλ. ρ. τυπώνω, όπου και τύπ. τσυπώνω.
Το χώρισμα της ζύμης σε τεμάχια
Γούρδ.