ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Τυρινή (ουσ. θηλ.) Τυρ’νή [tirˈni] Ανακ. Τυρι’ή [tiriˈi] Σίλ. Τσυρινή [tsiriˈni] Γούρδ. Από το μεσν. ουσ. Τυρινή, το οπ. από μεσν. ουσ. τυρίν με παραγωγ. επίθμ. -ινός > -ινή. Για τον τύπ. Τσυρινή, βλ. λ. τυρί όπου και τύπ. τσυρί.
Η τελευταία εβδομάδα της περιόδου των Αποκριών, κατά την οποία επιτρέπεται η κατανάλωση αβγών και γαλακτοκομικών, η Τυρινή, η Τυροφάγος ό.π.τ.