ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τυφλώνω (ρ.) τυφλώνω [tiˈflono] Αξ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. τσυφλώνω [tsiˈflono] Γούρδ. τσ̑υφλώνου [tʃiˈflonu] Σίλ. Αόρ. τσύφλωσα [ˈtsiflosa] Γούρδ. Προστ. τύφλω [ˈtiflo] Ανακ. Παθ. τ͑υφλούμαι [tʰiˈflume] Αξ. τσυφλούμαι [tsiˈflume] Γούρδ. Παθ. τ͑υφλούμ’ [tʰiˈflum] Μισθ. Αόρ. τσυφλώθηκα [tsiˈfloθika] Τελμ. τσ̑υφλώσ’κα [tʃiˈfloska] Σίλ. τ͑υφλώχα [thiˈfloxa] Αξ., Μισθ. τσυφλώχα [tsiˈfloxa] Γούρδ. Μεσν. ρ. τυφλώνω, το οπ. από αρχ. ρ. τυφλόω-ῶ.
1. Τυφλώνω, κάνω κάποιον να χάσει την όρασή του ό.π.τ. : Τσ̑ις τουν τσ̑ύφλουσι; (ποιος τον τύφλωσε; ) Σίλ. -Κωστ.Σ. τ͑υφλούτ’ φσαχού ντου μάτ’ (τυφλώνεται του παιδιού το μάτι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Εκείνο 'ς αστεία να ευχαριστήσει τη συννύφ’τσα είπεν «Να τσυφλωθείς» και το φσαχ τσυφλώθηκεν (εκείνη στα αστεία για να ευχαριστήσει την συννυφάδα της είπε «Να τυφλωθείς», και το παιδί τυφλώθηκε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Να τ͑υφλωχούν τα μάτια σ’ (να τυφλωθούν τα μάτια σου˙ ως κατάρα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ας τ͑υφλωχούν τα μάτια μ’ αν λέω ψέμα (ας τυφλωθούν τα μάτια μου αν λέω ψέμα˙ ως όρκος) Αξ. -Μαυροχ.
2. Μτφ., κάνω κάποιον να κλείσει τα μάτια του θολώνοντας παροδικά την όρασή του Ανακ., Μισθ. : Ήπεσε το κ͑οτί το αγέρας, φούσανεν και τύφλωνεν τα μάτια (σηκώθηκε ο κακός αγέρας, φυσούσε και τύφλωνε τα μάτια) Ανακ. -Κωστ.Α. Όρμου ντου τ͑ουνdούρ’, τύφλουσί μι τσίκνα (κλείσε το ταντούρι, με τύφλωσε η κάπνα) Μισθ. -Κωστ.Μ.
Συνών. κοριαίνω