τυφλοκοντυλώ
(ρ.)
τ͑υφλοκονdυλώ
[tʰiflokondi'lo]
Αξ., Σινασσ.
Από το επίρρ. τυφλά και το ρ. κοντυλώ.
Σκοντάφτω
Αξ.