κοστεκλεντίζω
(ρ.)
κ͑οστεκλενdίζω
[kʰosteklenˈdizo]
Ανακ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. kösteklemek =πεδικλώνω.
Σκοντάφτω
:
Φσ̑άχ' κ͑οστεκλένdιζεν
(Το παιδί σκόνταφτε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.