κοσάρα
(ουσ. θηλ.)
κοσάρα
[koˈsara]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. kasar (< αραβ. ḳaşr) = α) μικρό κτήριο β) κιόσκι (Tietze 2016: λ. kasr/kasar III), το οπ. ομόρριζο με το νεότ. ουσ. κάσσαρον = φρούριο (< μεσν. λατ. cassarum). Πβ. και ν.ε. διαλεκτ. κάσσαρο = α) γέφυρα της πρύμνης β) στέγη σπιτιού.
Τροποποιήθηκε: 02/11/2025