κοσάς
(ουσ. ουδ.)
κοσ̑άς
[koˈʃa]
Φάρασ.
κοσά
[koˈsa]
Φάρασ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. koş = α) ζευγμένα ζώα β) καλλιεργημένος αγρός (Dawkins 1916: 683). Πβ. και το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. koşa = α) ζευγάρι β) δεξαμενή σε ψηλό σημείο στο χωράφι για την άρδευσή του (TSS, λ. koşa, THADS, λ. koşa Ι).
Πβ.
γοστιέω
1. Κάμπος
:
Πηάγανε σο κοσ̑ά
(Πήγαν στον κάμπο)
Φάρασ.
-Dawk.
2. Η λ. και ως τοπων.
Φάρασ.