κόσα
(ουσ. θηλ.)
κόσα
[ˈkosa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kosa = δρεπάνι (< ελλ. κοσάς < βουλγαρ. kosa, σλαβ. kos).
Μεγάλο δρεπάνι με μακριά λαβή
:
Αμπέλια είχαμ', χερίεις, μι κόσα να χερίεις
(Είχαμε αμπέλια, θερίζεις, με το μακρύ δρεπάνι να θερίζεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ταρχά