ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόσα (ουσ. θηλ.) κόσα [ˈkosa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kosa = δρεπάνι (< ελλ. κοσάς < βουλγαρ. kosa, σλαβ. kos).
Μεγάλο δρεπάνι με μακριά λαβή : Αμπέλια είχαμ', χερίεις, μι κόσα να χερίεις (Είχαμε αμπέλια, θερίζεις, με το μακρύ δρεπάνι να θερίζεις) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ταρχά