ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορούκ (ουσ. ουδ.) qoρούκ [qoˈruk] Μαλακ. κορούχ [koˈrux] Ανακ., Φερτάκ. qoρούχ [qoˈrux] Μαλακ., Φλογ. γορούχ [ɣoˈrux] Γούρδ. Πληθ. qορούqια [qoˈruqʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. koruk = αγουρίδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. goruh.
Αγουρίδα ό.π.τ. Συνών. αγουρίδα, μαντραγάλι