κορούκ
(ουσ. ουδ.)
qoρούκ
[qoˈruk]
Μαλακ.
κορούχ
[koˈrux]
Ανακ., Φερτάκ.
qoρούχ
[qoˈrux]
Μαλακ., Φλογ.
γορούχ
[ɣoˈrux]
Γούρδ.
Πληθ.
qορούqια
[qoˈruqʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. koruk = αγουρίδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. goruh.