κορμοκόφτω
(ρ.)
κορμοκόφτω
[kormoˈkofto]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ.
Από το ουσ. κορμί και το ρ. κόφτω . Πιθ. παρετυμολ. και ανομοιωτ. από κορφοκόφτω.
Κλαδεύω
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ασ' της καρδιάς μου τον καημό τ' αμbέλι κορμοκόφτω
(Από την στεναχώρια της καρδιάς μου κλαδεύω το αμπέλι˙ η εργασία μάς κάνει να ξεχνάμε τις στενοχώριες)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Ετό τ' αμbέλι τίνους 'ναι κι εσύ το κορμοκόφτεις;
Ετό τ' αμbέλι 'ναι του υιού μ', του υιού μ' του Κωνσταντίνου (Aυτό το αμπέλι τίνος είναι, κι εσύ το κλαδεύεις;
Αυτό το αμπέλι είναι του γιου μου, του γιου μου του Κωνσταντίνου) Σίλατ. -Χωλόπ.Μ.
Ετό τ' αμbέλι 'ναι του υιού μ', του υιού μ' του Κωνσταντίνου (Aυτό το αμπέλι τίνος είναι, κι εσύ το κλαδεύεις;
Αυτό το αμπέλι είναι του γιου μου, του γιου μου του Κωνσταντίνου) Σίλατ. -Χωλόπ.Μ.