ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορμοκόφτω (ρ.) κορμοκόφτω [kormoˈkofto] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ. Από το ουσ. κορμί και το ρ. κόφτω . Πιθ. παρετυμολ. και ανομοιωτ. από κορφοκόφτω.
Κλαδεύω ό.π.τ. : || Παροιμ. Ασ' της καρδιάς μου τον καημό τ' αμbέλι κορμοκόφτω (Από την στεναχώρια της καρδιάς μου κλαδεύω το αμπέλι˙ η εργασία μάς κάνει να ξεχνάμε τις στενοχώριες) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Ετό τ' αμbέλι τίνους 'ναι κι εσύ το κορμοκόφτεις;
Ετό τ' αμbέλι 'ναι του υιού μ', του υιού μ' του Κωνσταντίνου
(Aυτό το αμπέλι τίνος είναι, κι εσύ το κλαδεύεις;
Αυτό το αμπέλι είναι του γιου μου, του γιου μου του Κωνσταντίνου)
Σίλατ. -Χωλόπ.Μ.