ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορμί (ουσ. ουδ.) κορμί [korˈmi] Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. κορμίον = μικρός κορμός δέντρου. Η σημ. 'σώμα' μεσν.
Κορμί, ανθρώπινο σώμα ό.π.τ. : Πρώτα άλειφαμ' όλο το κορμί τ’ αστενάρ' ένα καλό καλό μελισσόμελο (Πρώτα αλείφαμε όλο το κορμί του αρρώστου με ένα πολύ καλό μέλι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Στάθην τζαλίγο στην εβλεμή, έζεσεν το κορμί τ' (Έκατσε λίγο στον ήλιο, ζεστάθηκε το σώμα του) Σινασσ. -Αρχέλ. || Φρ. Να φάει τον κορμί τ’ (Να φάει το κορμί του˙ να χαθεί, αρά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Μαλαγματένιο εργαλειός κι ελεφαdένιο κτένι
κι ένα κορμί ανgελικό κάθεται και υφαίνει
((Μαλαματένιος αργαλειός και χτένι από ελαφαντόδοντο και μιά γυναίκα με αγγελικό κορμί κάθεται και υφαίνει)) Σινασσ. -Ρίζ.
Καλή μ' τα χίλια αξιάζει τα, τα μάτια δυό χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμίν την πόλιν αγοράζει
(Η καλή μου αξίζει χίλια, τα μάτια της δυό χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμί την πόλη αγοράζει)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Κι αν είσαι συ ο άντρας μου, αν είσαι ο καλός μου,
πες με σημάδια του κορμιού, την πόρτα να σ’ ανοίξω
((Αν είσαι συ ο άντρας μου, αν είσαι ο καλός μου
πες μου γνωρίσματα του σώματός μου για να σου ανοίξω την πόρτα))
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. γκιοβντέ, ράχη :1, τένι :1