τένι
(ουσ. ουδ.)
τ͑ένι
[ˈtʰeni]
Σίλ., Φάρασ.
τεν'
[ten]
Μαλακ., Μισθ.
τ͑α̈́νι
[ˈtʰæni]
Αφσάρ.
ντιαν
[dʝan]
Μισθ.
ντιάνι
[ˈdʝani]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. ten = α) επιδερμίδα β) παλαιότ., σώμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. tän.
2. Επιδερμίδα
Φάρασ.