ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τένι (ουσ. ουδ.) τ͑ένι [ˈtʰeni] Σίλ., Φάρασ. τεν' [ten] Μαλακ., Μισθ. τ͑α̈́νι [ˈtʰæni] Αφσάρ. ντιαν [dʝan] Μισθ. ντιάνι [ˈdʝani] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. ten = α) επιδερμίδα β) παλαιότ., σώμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. tän.
1. Σώμα, κορμί ό.π.τ. : Σουλαΐζ' ούλου ντου ντιάνι μ’ (Πονάει όλο το κορμί μου) Μισθ. -Κοτσαν. Βολονιάζει τ͑ένι μου (Ανατριχιάζει το κορμί μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. γκιοβντέ, κορμί, ράχη
2. Επιδερμίδα Φάρασ.