ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεπεκόζης (ουσ. αρσ.) τεπεκόζης [tepeˈkozis] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. tepegο̈z = α) στενομέτωπος β) είδος ψαριού γ) κύκλωπας.
Παραμυθιακός γίγαντας με ένα μάτι, κύκλωπας : Έζεσανε το σογλί, μούχτσαν ντα σο τεπεκόζη το φτάλμι (Ζέσταναν το σουβλί, το έμπηξαν στο μάτι του κύκλωπα) Φάρασ. -Dawk.