τεπεκόζης
(ουσ. αρσ.)
τεπεκόζης
[tepeˈkozis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. tepegο̈z = α) στενομέτωπος β) είδος ψαριού γ) κύκλωπας.
Παραμυθιακός γίγαντας με ένα μάτι, κύκλωπας
:
Έζεσανε το σογλί, μούχτσαν ντα σο τεπεκόζη το φτάλμι
(Ζέσταναν το σουβλί, το έμπηξαν στο μάτι του κύκλωπα)
Φάρασ.
-Dawk.