τενεκετζής
(ουσ. αρσ.)
τενεκετζής
[teneceˈdzis]
Σινασσ.
τενικετσής
[teniceˈtsis]
Φάρασ.
τιανικατσής
[tçanikaˈtsis]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. tenekeci, όπου και διαλεκτ. τύπ. tenikeci = τεχνίτης κασσίτερου.
Τεχνίτης που σφυρηλατεί φύλλα λευκοσίδηρου
ό.π.τ.