τενεκές
(ουσ. αρσ.)
τ͑ενεκές
[tʰeneˈces]
Ανακ.
τ͑ενικ͑ές
[tʰeniˈkʰes]
Σίλ., Φάρασ.
τ͑α̈νικ͑α̈́ς
[tʰæniˈkʰæs]
Αφσάρ.
τ͑ενικέ
[tʰeniˈce]
Μισθ.
ντενικέ
[deniˈce]
Μισθ.
τιανικιά
[tçaniˈca]
Μισθ.
τένεκα
[ˈteneka]
Φλογ.
Πληθ.
ντενικέε
[deniˈcee]
Μισθ.
τενεκα̈́δε
[teneˈkæðe]
Φάρασ.
ντανικιάα
[daniˈcaa]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. τενεκές, το οπ. από το τουρκ. ουσ. teneke, όπου και διαλεκτ. τύπ. tenike, tänäkä.
Τενεκές
ό.π.τ.
:
Ένα τ͑ενεκές έπεσεν και φοβήθην
(ένας τενεκές έπεσε και φοβήθηκα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ποίκα τενικές γαβίνες
(έκανα ένα τενεκέ παστές σαρδέλες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τύρπσι ντου ντανικιά
(Τρύπησε ο ντενεκές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Xέκα ντα ντανικιάα κάτ'
(Aπέθεσα κάτω τους ντενεκέδες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ερκές βράσκινι οχτώ τεν'κέδα πλεγούρι
(Ο καθένας έβραζε οχτώ ντενεκέδες πληγούρι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Να ντώκουμ’ ντενικέε
(να βαρέσουμε τους τενεκέδες˙ το έλεγαν όταν συνέβαινε έκλειψη ηλίου, γιατί πίστευαν ότι τα δαιμόνια κρατούσαν τον ήλιο δεμένο και ότι με το θόρυβο των ντενεκέδων αυτά θα σκόρπιζαν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.