ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεμίσι (ουσ. ουδ.) τεμίσι [teˈmisi] Τσουχούρ., Φάρασ. τεμμίζ [temˈmiz] Φκόσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. temin = καλοκαίρι (THADS, λ. temin). Σύμφωνα με το Dawkins (1916: 650) πιθ. από το τουρκ. ουσ. Temmuz = Ιούλιος, όπου και διαλεκτ. τύπ. temiz και temis.
1. Oι τρεις μήνες του καλοκαιριού Φκόσ.
2. Καλοκαιρινή ζέστη Τσουχούρ., Φάρασ. : Στον τεμίσι τζ̑ο μπόρκ'καν να μαδίσουν (Στη ζέστη δεν μπορούσαν να ξερριζώσουν) Τσουχούρ. -Dawk. Χεμ ταυρούμε το τουκάνι σ’ αώνι σον τεμίσι 'πέσου, χεμ κουβαλαίνουμε σου σ̑ειμού το τουφάνι ξύα στο ορμάνι (Και σέρνουμε τη δοκάνα στο αλώνι μέσα στην καλοκαιρινή ζέστη, και κουβαλάμε μέσα στην ανεμοθύελλα του χιονιά, ξύλα από το δάσος) Φάρασ. -Παπαδ.