ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεμπεχλετίζω (ρ.) τ͑εμbεχλετίζω [tʰembexleˈtizo] Φάρασ. τεμbεχλετίζου [tembexleˈtizu] Φάρασ. τ͑εμπεχλετώ [tʰembexleˈto] τεμbεχλετάου [tembexleˈtau] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. tembihlemek = νουθετώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. tembehlemek, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Συμβουλεύω ό.π.τ.
2. Παραγγέλνω, διατάζω Συνών. ορίζω, πιτάζω, μπουγιουρντίζω