τεμπεχλετίζω
(ρ.)
τ͑εμbεχλετίζω
[tʰembexleˈtizo]
Φάρασ.
τεμbεχλετίζου
[tembexleˈtizu]
Φάρασ.
τ͑εμπεχλετώ
[tʰembexleˈto]
τεμbεχλετάου
[tembexleˈtau]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. tembihlemek = νουθετώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. tembehlemek, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Συμβουλεύω
ό.π.τ.
2. Παραγγέλνω, διατάζω
Συνών.
ορίζω, πιτάζω, μπουγιουρντίζω