τέμενος
(ουσ. ουδ.)
τέμνος
[ˈtemnos]
Σινασσ., Φερτάκ.
τέμνο
[ˈtemno]
Αξ.
τέμνου
[ˈtemnu]
Μαλακ.
Από μεταγν. ουσ. τέμενος = τέμπλο (L-S, τ. λ. τέμενος ΙΙΙ).
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025