ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τελέφι (ουσ. ουδ.) τελέφι [teˈlefi] Αφσάρ., Φάρασ. τ͑α̈λα̈́φι Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. telef (< αραβ. talaf) = καταστροφή.
1. Ως ουσ., καταστροφή Συνών. μαφ, χιρμάς
2. Ως επίθ., κατεστραμμένος, ρημαγμένος : 'α 'ινείς τελέφι (Θα καταστραφείς) Φάρασ. -Dawk. Δώκαν τα α ζόρι ζοπάς, ποίκαν ντα τελέφι τσ̑αι κόνσαν ντα σου μυού τον ντερέ (Του έδωσαν ένα γερό ξύλο, τον έκαναν λιώμα, και τον έρριξαν στο ρέμα του μύλου) Αφσάρ. -Παπαδ.