τελέφι
(ουσ. ουδ.)
τελέφι
[teˈlefi]
Αφσάρ., Φάρασ.
τ͑α̈λα̈́φι
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. telef (< αραβ. talaf) = καταστροφή.
2. Ως επίθ., κατεστραμμένος, ρημαγμένος
:
'α 'ινείς τελέφι
(Θα καταστραφείς)
Φάρασ.
-Dawk.
Δώκαν τα α ζόρι ζοπάς, ποίκαν ντα τελέφι τσ̑αι κόνσαν ντα σου μυού τον ντερέ
(Του έδωσαν ένα γερό ξύλο, τον έκαναν λιώμα, και τον έρριξαν στο ρέμα του μύλου)
Αφσάρ.
-Παπαδ.