ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τελτίκι (ουσ. ουδ.) τ͑ελτ͑ίκι [tʰelˈtʰici] Φάρασ. τ͑ελτ͑ίκ' [tʰelˈtʰik] Δίλ., Φάρασ. τελτΰκ' [telˈtyk] Αραβαν. κελτΰκ' [celˈtyk] Αραβαν. κελτίκ' [celˈtik] Γούρδ. Aπό το τουρκ. ουσ. tetik = α) σκανδάλη όπλου β) διαλεκτ., μάνταλο πόρτας, όπου και παλαιότ. τύπ. teltik (THADS 10, λ. teltik III, V). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 200-201).
1. Σκανδάλη όπλου Δίλ., Φάρασ.
2. Άγκιστρο παγίδας Φάρασ.
3. Μάνταλο πόρτας Αραβαν., Γούρδ.