τεμενάχι
(ουσ. ουδ.)
τεμενάχ̇ι
[temeˈnaxɯ]
Αφσάρ.
τεμεν-νέχ̇ι
[temenˈnexɯ]
Φάρασ.
τεμαν-νάχ
[temenˈnax]
Αραβαν., Ουλαγ.
ντεμενέχι
[demeˈneci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. temenna = υπόκλιση, όπου και παλαιότ. τύπ. temennah (βλ. Redhouse). Πβ. και ν.ε. ουσ. τεμενάς.
Υπόκλιση, τεμενάς
ό.π.τ.
:
Έπ’κε σο πατισ̑άχο ομbρό ένα τεμεν-νάχ
((έκανε στον βασιλιά μπροστά μιά υπόκλιση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.