ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεμενάχι (ουσ. ουδ.) τεμενάχ̇ι [temeˈnaxɯ] Αφσάρ. τεμεν-νέχ̇ι [temenˈnexɯ] Φάρασ. τεμαν-νάχ [temenˈnax] Αραβαν., Ουλαγ. ντεμενέχι [demeˈneci] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. temenna = υπόκλιση, όπου και παλαιότ. τύπ. temennah (βλ. Redhouse). Πβ. και ν.ε. ουσ. τεμενάς.
Υπόκλιση, τεμενάς ό.π.τ. : Έπ’κε σο πατισ̑άχο ομbρό ένα τεμεν-νάχ ((έκανε στον βασιλιά μπροστά μιά υπόκλιση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.