ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προσκύνημα (ουσ.) προσκύνημα [proˈscinima] Γούρδ., Μισθ., Σινασσ. προσ̑κύνημα [proˈʃcinima] Ανακ., Αραβαν. προσ̑κύνεμα [proˈʃcinema] Αξ. Πληθ. προσκυνήματα [prosciˈnimata] Σινασσ. προσ̑κυνήματα [proʃciˈnimata] Αξ. Από το μεταγν. ουσ. προσκύνημα (στην σημ. 1). Οι σημ. 2 και 4 είναι μεσν., και η σημ. 3 είναι νεότ.
1. Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσκυνώ ό.π.τ. : || Φρ. Άξιο το προσ̑κύνημα σου (Άξιο το προσκύνημά σου˙ Το έλεγαν στον άνθρωπο που πλειοδοτούσε ώστε αυτός και η οικογένειά του να κάνουν περιφορά της εικόνας της Παναγίας κατά την παραμονή των Εισοδίων της Θεοτόκου) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Υπόκλιση, χαιρετισμός, χαιρετίσματα Αξ., Αραβαν., Σινασσ.
3. Το ταξίδι του πιστού σε ιερό τόπο προκειμένου να προσευχηθεί Μισθ.