πρόπροχτες
(επίρρ.)
πρόπροχτες
[ˈproproxtes]
Αξ.
Από το προ- και το επίρρ. προχτές.
Η μέρα πριν από την προχθεσινή
Τροποποιήθηκε: 29/08/2024