προσκυνώ
(ρ.)
προσκυνώ
[prosciˈno]
Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ.
προσ̑κυνώ
[proʃciˈno]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
προστσ̑υνάω
[prostʃiˈnao]
Φάρασ.
προστζ̑υνώ
[prosdʒiˈno]
Φάρασ.
προτσ̑υνώ
[protʃiˈno]
Φάρασ.
Παρατατ.
προστζ̑υνάνκα
[prosdʒiˈnaŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
προσκύν'σα
[proˈscinsa]
Γούρδ., Φάρασ.
προσκύντσα
[proˈscintsa]
Μισθ., Φάρασ.
προστσ̑ύν'σα
[proˈstʃinsa]
Φάρασ.
προστζ̑ύντσα
[prosdʒiˈntsa]
Φάρασ.
Υποτ.
προσ̑κυνήσω
[proʃciˈniso]
Αξ.
προσκυνήσου
[prosciˈnisu]
Μισθ.
Προστ.
προσ̑κύνα
[proˈʃcina]
Μισθ.
Αρχ. ρ. προσκυνῶ (στην σημ. 1). Η σημ. 2 είναι μεταγν.
1. Γονατίζω ή σκύβω το κεφάλι μου ως ένδειξη σεβασμού, λατρείας ή υποταγής σε κάποιον
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Ετνά σε προσ̑κυνήσω και το Χεγός!
(Ε, που να σε προκυνήσω, Θεέ μου!)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να πάου 'ς Χαdζή να προσκυνήσου
(Θα πάω στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Προσκύντσι τρία σεβέρια, φίλτσιν ντου χέρι μ', ντώκα την ευχή μ'
((Η λεχόνα νύφη μου) προσκύνησε τρεις φορές, φίλησε το χέρι μου, (της) έδωσα την ευχή μου )
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Απός, σαμού πεινά, προστσ̑υνά
(Η αλεπού, όταν πεινά, προσκυνά˙ Το έλεγαν για ακατάδεχτους και πονηρούς, που, όταν βρίσκονταν στην ανάγκη, παρακαλούσαν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Σκύβω και φιλώ τις εικόνες
Αξ., Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Ατσ̑είνο του τζ̑ο φτένει θάγματα άιος, 'μείς τζ̑ο προστσ̑υνάμ' ντα
(Τον άγιο που δεν κάνει θαύματα, εμείς δεν τον προσκυνάμε
˙
Πρέπει κανείς να δικαιώνει την φήμη του με πράξεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Υποκλίνομαι, χαιρετώ
Αραβαν.
β.
Κάνω μετάνοιες, χαιρετώ με κλίση του κεφαλιού ή του κορμιού (για νεόνυμφους)
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Νύφη, τζ̑o προστσ̑ύν'σες κα
(Νύφη μου, δεν προσκύνησες καλά
)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Σάμ' 'α 'ινώ νύφ', 'α προστσ̑υνάω
(Όταν θα (ξανα)γίνω νύφη, θα προσκυνώ
˙
Όταν το ξαναπάθω, θα ξέρω τι να κάνω (απάντηση που λέγεται ότι έδωσε μιά νύφη στα πεθερικά της, όταν της παραπονέθηκαν ότι δεν ήξερε πώς να τα χαιρετήσει))
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
(τραγούδι του γάμου) Προσ̑κύνα, γαbρέ μ', προσ̑κύνα
(Προσκύνα, γαμπρέ μου, προσκύνα)
-Κωστ.Σ.
Είσι του Χριστού η μάνα,
σεν τσ̑αι τον γιο σου προτσ̑υνούμεν σε ( Είσαι του Χριστού η μάνα,
εσένα και τον γιό σου σε προσκυνούμε) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ.
σεν τσ̑αι τον γιο σου προτσ̑υνούμεν σε ( Είσαι του Χριστού η μάνα,
εσένα και τον γιό σου σε προσκυνούμε) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ.
3. Νυστάζω, μισοκοιμάμαι, αποκοιμιέμαι
Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Ο γι̂ρι̂́χος προστσ̑ύν'σε σημ παρ'gαμίνα
(Ο εραστής αποκοιμήθηκε δίπλα στο τζάκι)
Φάρασ.
-Dawk.
'πότ' κάθεται προσκυνά
(Εκεί που κάθεται τον παίρνει ο ύπνος)
Σίλατ.