ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προσκυνώ (ρ.) προσκυνώ [prosciˈno] Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ. προσ̑κυνώ [proʃciˈno] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ. προστσ̑υνάω [prostʃiˈnao] Φάρασ. προστζ̑υνώ [prosdʒiˈno] Φάρασ. προτσ̑υνώ [protʃiˈno] Φάρασ. Παρατατ. προστζ̑υνάνκα [prosdʒiˈnaŋka] Φάρασ. Αόρ. προσκύν'σα [proˈscinsa] Γούρδ., Φάρασ. προσκύντσα [proˈscintsa] Μισθ., Φάρασ. προστσ̑ύν'σα [proˈstʃinsa] Φάρασ. προστζ̑ύντσα [prosdʒiˈntsa] Φάρασ. Υποτ. προσ̑κυνήσω [proʃciˈniso] Αξ. προσκυνήσου [prosciˈnisu] Μισθ. Προστ. προσ̑κύνα [proˈʃcina] Μισθ. Αρχ. ρ. προσκυνῶ (στην σημ. 1). Η σημ. 2 είναι μεταγν.
1. Γονατίζω ή σκύβω το κεφάλι μου ως ένδειξη σεβασμού, λατρείας ή υποταγής σε κάποιον Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Ετνά σε προσ̑κυνήσω και το Χεγός! (Ε, που να σε προκυνήσω, Θεέ μου!) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να πάου 'ς Χαdζή να προσκυνήσου (Θα πάω στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσω) Μισθ. -Κοτσαν. Προσκύντσι τρία σεβέρια, φίλτσιν ντου χέρι μ', ντώκα την ευχή μ' ((Η λεχόνα νύφη μου) προσκύνησε τρεις φορές, φίλησε το χέρι μου, (της) έδωσα την ευχή μου ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Απός, σαμού πεινά, προστσ̑υνά (Η αλεπού, όταν πεινά, προσκυνά˙ Το έλεγαν για ακατάδεχτους και πονηρούς, που, όταν βρίσκονταν στην ανάγκη, παρακαλούσαν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Σκύβω και φιλώ τις εικόνες Αξ., Φάρασ. : || Παροιμ. Ατσ̑είνο του τζ̑ο φτένει θάγματα άιος, 'μείς τζ̑ο προστσ̑υνάμ' ντα (Τον άγιο που δεν κάνει θαύματα, εμείς δεν τον προσκυνάμε ˙ Πρέπει κανείς να δικαιώνει την φήμη του με πράξεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Υποκλίνομαι, χαιρετώ Αραβαν.
β. Κάνω μετάνοιες, χαιρετώ με κλίση του κεφαλιού ή του κορμιού (για νεόνυμφους) Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Νύφη, τζ̑o προστσ̑ύν'σες κα (Νύφη μου, δεν προσκύνησες καλά ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Σάμ' 'α 'ινώ νύφ', 'α προστσ̑υνάω (Όταν θα (ξανα)γίνω νύφη, θα προσκυνώ ˙ Όταν το ξαναπάθω, θα ξέρω τι να κάνω (απάντηση που λέγεται ότι έδωσε μιά νύφη στα πεθερικά της, όταν της παραπονέθηκαν ότι δεν ήξερε πώς να τα χαιρετήσει)) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. (τραγούδι του γάμου) Προσ̑κύνα, γαbρέ μ', προσ̑κύνα (Προσκύνα, γαμπρέ μου, προσκύνα) -Κωστ.Σ. Είσι του Χριστού η μάνα,
σεν τσ̑αι τον γιο σου προτσ̑υνούμεν σε
( Είσαι του Χριστού η μάνα,
εσένα και τον γιό σου σε προσκυνούμε)
Φάρασ. -Νίγδελ.Λ.
3. Νυστάζω, μισοκοιμάμαι, αποκοιμιέμαι Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Ο γι̂ρι̂́χος προστσ̑ύν'σε σημ παρ'gαμίνα (Ο εραστής αποκοιμήθηκε δίπλα στο τζάκι) Φάρασ. -Dawk. 'πότ' κάθεται προσκυνά (Εκεί που κάθεται τον παίρνει ο ύπνος) Σίλατ.