πρώτος
(αριθμ.)
πρώτος
[ˈprotos]
Σινασσ.
πρώτο
[ˈproto]
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Τροχ., Φάρασ.
μπρώτο
[ˈbroto]
Φάρασ.
μπρώdο
[ˈbrodo]
Φάρασ.
πρώτου
[ˈprotu]
Μαλακ., Μισθ.
Από το αρχ. επίθ. πρῶτος. Οι φαρασιώτικες φρ. με τη σημ. ‘ο πρώτος παλιός καιρός’ ίσως μεταφρ. δάν. από του τουρκ. zamanın bir yerinde (πβ. το ζαμανίν βιλεγιdέ = κάποτε (παλιά), έναν καιρό, στην Σίλλη, Κωστάκης (1968: 120).
1. Που έχει σε μιά σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα την θέση που ορίζει ο αριθμός 1
ό.π.τ.
2. Που είναι πρώτος από χρονική άποψη, δηλαδή γίνεται, συμβαίνει κτλ. πριν από όλους τους άλλους
ό.π.τ.
:
Ότις ρανά ομbρό του πρώτου ντου ντόνdζι, ψήν' κόλλ'φα, μοιράζ', για να γέν' σαγλάμια ντόντζα
(Όποιος βλέπει το πρώτο δόντι του παιδιού, ψήνει κόλλυβα και τα μοιράζει, για να γίνουν γερά τα δόντια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
του πρώτ' μέρα
(η πρώτη μέρα (δηλ. η πρώτη πριν τη χθεσινή)˙ προχθές)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Ετό καλός το 'μόνα 'ναι, καλός μου Κωνσταντίνος,
ετό είναι το 'μόν το πρώτο μ' αρραβώνα (Aυτός ο νέος είναι δικός μου, ο καλός μου ο Κωνσταντίνος,
αυτός είναι ο δικός μου πρώτος/ο παλιός αρραβωνιαστικός) Σίλατ. -Χωλόπ.
ετό είναι το 'μόν το πρώτο μ' αρραβώνα (Aυτός ο νέος είναι δικός μου, ο καλός μου ο Κωνσταντίνος,
αυτός είναι ο δικός μου πρώτος/ο παλιός αρραβωνιαστικός) Σίλατ. -Χωλόπ.
3. Παλιός
Μισθ., Τροχ., Φάρασ.
:
Ένα πρώτο το κούρ’σι το χωριό
(Ένας παλιός το ίδρυσε το χωριό)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290
Δα πρώτα χρόνια τίλα ηύριτ' τα βόλτα;
(Τα παλιά χρόνια πώς τα φέρνατε βόλτα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Μπρώdο ζαμάνι
(Τον πρώτο καιρό˙ τον παλιό καιρό, κάποτε παλιά· χρησιμοποιείται στην αρχή παραμυθιών))
Φάρασ.
-Dawk.
Μπρώτο νταρό
(Τον πρώτο καιρό˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Dawk.
4. Ιεραρχικά ανώτερος, προύχοντας
Φάρασ.
:
Καώς σεζ ηύρα, ε χωρού πρώτοι
(Καλώς σας βρήκα, ω πρώτοι του χωριού)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
αδρός :1, ιχτιάρης, μεγαλάνος, μεγαλάς, τσορμπατζής