πτιέσα
(ρ.)
Αόρ.
πτιέσα
[pti'esa]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. Κατά τον Dawkins (1916: 638) τουρκ. προελεύσεως
Πέφτω
:
'στέρου τζ̑ο πτιέσε σο φσ̑όκκο πάνου
(Μετά δεν επιτέθηκε στο μικρό παιδί)
Φάρασ.
-Dawk.
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025