πτιέσε
(ρ.)
Αόρ.
πτιέσε
[pti'ese]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. Κατά τον Dawkins (1916: 638) τουρκ. προελεύσεως
Πέφτω
:
Στέρου τζ̑ο πτιέσε σο φσ̑όκκο πάνου
(μετά δεν επιτέθηκε στο μικρό παιδί)
Φάρασ.
-Dawk.