ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πυλάρι (ουσ. ουδ.) πιράρ' [piˈrar] Φάρασ. πιλάρι [pi'lari] Σινασσ. πιλάρ' [pi'lar] Τροχ., Φάρασ. πιλιάρ' [piˈʎar] Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. πιλέρ' [pi'ler] Αραβαν., Σινασσ. πιλίρι [pi'liri] Φάρασ. Γεν. πιλιαρού [piʎaˈru] Μισθ. πιλεριού [pileˈrʝu] Αραβαν. Πληθ. πιλιάρα [piˈʎara] Μαλακ. πιλιάρια [piˈʎarʝa] Μαλακ. Πιθ. από το αρχ. ουσ. πυρός = σιτάρι και το επίθμ. -άρι, με κατοπινή ανομ. επάλληλων υγρών (πυράρι > πυρέρι > πυλάρι > πυλέρι). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 207-208).
1. Σίκαλη ό.π.τ. : Πιλεριού ψωμί (Ψωμί από σίκαλη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τουν ντεν είχαμ' γέλλ'μα να μποίκουμ ψωμιά, τσ̑όδι σ̑άνιξαμ' πιλιαρού ψωμιά (όταν δεν είχαμε σιτάρι για ψωμί, τότε κάναμε ψωμιά με σίκαλη) Μισθ. -Κοτσαν. Ένα μισ̑όρ'πο πιλιάρ' (24 οκάδες σίκαλης) Ουλαγ. -Dawk. Σπέρνιξαμ' γέλλ'ματα, κ΄σάρ', πιλιάρ' (Σπέρναμε σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σο Γιαλαβάτς τα κόμματα σάνισκαν μονάχα πιλιάρ' (Στο Γιαλαβάτς τα χωράφια έκαναν μόνο σίκαλη) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
2. Βρόμη Μισθ. Συνών. γιλάφι :1
3. Γενικότ., τα σπαρτά Μαλακ. : Πρώτη Μαΐου παίνισκαμ' ζαbαχτάν, κυλιόταμεστε σα πιλιάρια μέσα, να ωφεληθούμεστε (Πρώτη Μαΐου πηγαίναμε το πρωί και κυλιόμασταν στα σπαρτά για να μας κάνει καλό· σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία ότι το κύλισμα στα σπαρτά απομακρύνει το κακό) Μαλακ. -Νίγδελ.Λ.
4. Πασπάλη, γυράλευρο, το αλεύρι που συγκεντρωνόταν στον γύρο της μυλόπετρας και που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή Φάρασ. : || Παροιμ. ’γώ 'υρεύω πιρίλ,' νά γλείζω, τσ̑αι συ 'ς τ' έμέν' 'λεύρι 'υρέφ’; (Εγώ ζητάω πάσπαλη να γλείψω και εσύ από μένα ζητάς αλεύρι;˙ Όταν ζητάμε κάτι από κάποιον φτωχότερο από εμάς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.