εκίνι
(ουσ. ουδ.)
εκίν'
[eˈcin]
Ανακ., Αραβ., Τροχ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. ekin = σπαρτό.
2. Γέννημα
ό.π.τ.
:
Αλωνίζαμε και βορίζαμε καθένας τα δικά του εκίνια
(Αλωνίζαμε και λιχνίζαμε ο καθένας τα δικά του γεννήματα)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025