ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εκίνι (ουσ. ουδ.) εκίν' [eˈcin] Ανακ., Αραβ., Τροχ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. ekin = σπαρτό.
1. Σπαρτό ό.π.τ. : Κουρdζής έπεσεν και τα εκίνια ποίκεν τα μαφ (Έπεσε χαλάζι και κατέστρεψε τα σπαρτά) Ανακ. -Κωστ.Α. Ένα τϋσ̑ϋνdώ, ασά έξη μήνες ύστερα αν γενούν τα εκίνια (Ένα σκέφτομαι, αν μετά από έξι μήνες γίνουν τα σπαρτά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Γέννημα ό.π.τ. : Αλωνίζαμε και βορίζαμε καθένας τα δικά του εκίνια (Αλωνίζαμε και λιχνίζαμε ο καθένας τα δικά του γεννήματα) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289