εκβολή
(ουσ. θηλ.)
νεβγολή
[nevɣoˈli]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. %iἐκβολή.
Αρχή διακλάδωσης του νερού ή του καναλιού άρδευσης (σε περιβόλια)
Αξ.