ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εϊλεντίζω (ρ.) εϊλενdίζου [eilenˈdizu] Φάρασ. Αόρ. εϊλέντ'σα [eiˈlentsa] Τσουχούρ. εϊλένσα [eiˈlensa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. iyilenmek (αόρ. iyilendi) = καλυτερεύω, όπου και διαλεκτ. τύπ. eyilenmek = παχαίνω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Αναρρώνω, γίνομαι καλά, καλυτερεύω : O γύφτους δώτσιν τα λιάα βιόνα τους, τα ποίτσιν, εiλένd'σιν το γαϊδίρι (Ο γύφτος του έκανε λίγες ενέσεις, τι του έκανε, καλυτέρεψε το γαϊδούρι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. γιανίσκω, καλολαντώ, λιαρώνω, ορθώνω
2. Ομορφαίνω Φάρασ.