ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εϊλεντίζω (ρ.) εϊλενdίζου [eilenˈdizu] Φάρασ. Αόρ. εϊλέντ'σα [eiˈlentsa] Τσουχούρ. εϊλέν'σα [eiˈlensa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. iyilenmek (αόρ. iyilendi) = καλυτερεύω, όπου και διαλεκτ. τύπ. eyilenmek = παχαίνω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Αναρρώνω, γίνομαι καλά, καλυτερεύω : O γύφτους δώτσιν τα λιάα βιόνα τους, τα ποίτσιν, εϊλέντ'σιν το γαϊδίρι (Ο γύφτος του έκανε λίγες ενέσεις, τι του έκανε, καλυτέρεψε το γαϊδούρι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. γιανίσκω :2, καλολαντώ, λιαρώνω :2, ορθώνω :1, Αντίθ αρρωστεύω, αστεναριάζω
2. Ομορφαίνω Φάρασ. Αντίθ ασκημαίνω, ασκημιάζω, κιοτουλεντίζω :1
Τροποποιήθηκε: 20/11/2024