εϊλεντίζω
(ρ.)
εϊλενdίζου
[eilenˈdizu]
Φάρασ.
Αόρ.
εϊλέντ'σα
[eiˈlentsa]
Τσουχούρ.
εϊλένσα
[eiˈlensa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. iyilenmek (αόρ. iyilendi) = καλυτερεύω, όπου και διαλεκτ. τύπ. eyilenmek = παχαίνω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Αναρρώνω, γίνομαι καλά, καλυτερεύω
:
O γύφτους δώτσιν τα λιάα βιόνα τους, τα ποίτσιν, εϊλέντ'σιν το γαϊδίρι
(Ο γύφτος του έκανε λίγες ενέσεις, τι του έκανε, καλυτέρεψε το γαϊδούρι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
γιανίσκω :2, καλολαντώ, λιαρώνω :2, ορθώνω :6
2. Ομορφαίνω
Φάρασ.