ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εικοσάρικο (επίθ.) εικοσάρικο [ikoˈsariko] Ανακ. εικουσάρικο [ikuˈsariko] Μισθ. Από το ουσ. εικοσάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ικος.
Αυτός που αποτελείται από είκοσι μονάδες Ανακ. : Eικοσάρικο φλωρί (Φλουρί αξίας είκοσι γροσίων) Ανακ. -Κωστ.Α. Κάθι μέρα παίρνει ένα ντεκάρικο, παίρνει ένα εικουσάρικο (Κάθε μέρα παίρνει ένα δεκάρικο, παίρνει ένα εικοσάρικο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.