εικοσάρικο
(επίθ.)
εικοσάρικο
[ikoˈsariko]
Ανακ.
εικουσάρικο
[ikuˈsariko]
Μισθ.
Από το ουσ. εικοσάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ικος.
Αυτός που αποτελείται από είκοσι μονάδες
Ανακ.
:
Eικοσάρικο φλωρί
(Φλουρί αξίας είκοσι γροσίων)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κάθι μέρα παίρνει ένα ντεκάρικο, παίρνει ένα εικουσάρικο
(Κάθε μέρα παίρνει ένα δεκάρικο, παίρνει ένα εικοσάρικο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.