είδος
(ουσ. ουδ.)
είδος
[ˈiðos]
Ποτάμ.
Αρχ. ουσ. εἶδος.
Το είδος, στην φρ. ειδὠν ειδών (για ποικιλία ειδών)
Ποτάμ.
:
Και το γουτσ̑ά ανοίγηκε και απάνω του βγήκανε ειδών ειδών φαγητά
(Και το μαντήλι άνοιξε και βγήκαν πάνω λογιών λογιών φαγητά)
Ποτάμ.
-Dawk.