εικόνισμα
(ουσ. ουδ.)
εικόνισμα
[iˈkonizma]
Γούρδ., Φκόσ.
'κόνισμα
[ˈkonizma]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ., Φερτάκ.
'κόνοσμα
[ˈkonozma]
Ουλαγ.
Γεν.
'κονισμαγιού
[konizmaˈʝu]
Φερτάκ.
Μεταγν. ουσ. εἰκόνισμα. Ο τύπ. ’κόνισμα μεσν. (Λεξ. Κριαρ.)
Εικόνισμα
ό.π.τ.
:
Τά 'κονίσματα όμορφα ζωγραφισμένα ’νdαι
(τα εικονίσματα είναι όμορφα ζωγραφισμένα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σέκνομ’ ντο ντο 'κόνοσμα κονdά
(Τον βάζουμε (ενν. τον ετοιμοθάνατο) κοντά στο εικόνισμα)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Όλα τα θέκνισκαμ’ από ψερού σο 'κόνισμα εμbρό
(Όλα (κεριά, θυμίαμα…) τα τοποθετούσαμε από το προηγούμενο βράδυ μπροστά στο εικόνισμα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
’κονισμάτ’ το οdά
(του εικονίσματος το δωμάτιο˙ το δωμάτιο όπου φυλάσσονταν τα εικονίσματα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.