ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εικόνισμα (ουσ. ουδ.) εικόνισμα [iˈkonizma] Γούρδ., Φκόσ. 'κόνισμα [ˈkonizma] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ., Φερτάκ. 'κόνοσμα [ˈkonozma] Ουλαγ. Γεν. 'κονισμαγιού [konizmaˈʝu] Φερτάκ. Μεταγν. ουσ. εἰκόνισμα. Ο τύπ. ’κόνισμα μεσν. (Λεξ. Κριαρ.)
Εικόνισμα ό.π.τ. : Τά 'κονίσματα όμορφα ζωγραφισμένα ’νdαι (τα εικονίσματα είναι όμορφα ζωγραφισμένα) Γούρδ. -Καράμπ. Σέκνομ’ ντο ντο 'κόνοσμα κονdά (Τον βάζουμε (ενν. τον ετοιμοθάνατο) κοντά στο εικόνισμα) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Όλα τα θέκνισκαμ’ από ψερού σο 'κόνισμα εμbρό (Όλα (κεριά, θυμίαμα…) τα τοποθετούσαμε από το προηγούμενο βράδυ μπροστά στο εικόνισμα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. ’κονισμάτ’ το οdά (του εικονίσματος το δωμάτιο˙ το δωμάτιο όπου φυλάσσονταν τα εικονίσματα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.