εικόνα
(ουσ. θηλ.)
εικόνα
[iˈkona]
Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ.
νεικόνα
[niˈkona]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
'κόνα
[ˈkona]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φλογ.
αεικόνα
[aiˈkona]
Σίλ.
Πληθ.
'κόνις
[ˈkonis]
Μισθ.
'κόνε
[ˈkone]
Τσαρικ.
Μεσν. ουσ. εἰκόνα < αρχ. εἰκών, γεν. εἰκόνος. Και ο τύπ. 'κόνα μεσν.
Εικόνα αγίου, εικόνισμα
ό.π.τ.
:
Φκιά’ισκαν παράκληση, μαίνισ̑καν σα εικόνες ομbρό, θέκνισ̑καν τα εικόνες σο τραπέζ’ απάνω, πέσε-σ̑ήκω, μετανοιζούτανdε
(Έκαναν παράκληση, έμπαιναν στις εικόνες εμπρός, έβαζαν τις εικόνες στο τραπέζι πάνω, πέσε-σήκω, έκαναν μετάνοιες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πουλί μ’ ντα ’κόνις έπαρ' τα, μην ντ’ αφήκουμ’ Τούρτσ’ νά’α μαγαρίσ’νι
(Πουλί μου, τις εικόνες πάρ’ τες, μην της αφήσουμε οι Τούρκοι να τις μαγαρίσουνε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πάγασαν εκεί τις νεικόνες, κρύψαν dα
(Πήγαν εκεί τις εικόνες, τις έκρυψαν)
Αφσάρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Να φέρεις ’σ’ του κορτζού τα πλεξίδε, ν'dα κρεμάσουμε ση νεικόνα
(να φέρεις από του κοριτσιού τις πλεξούδες να τις κρεμάσουμε στην εικόνα)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Ἠψε το 'γκόνα
(Άναψε το καντήλι μπροστά στην εικόνα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
’κόνας τ͑εΰρα
(θυρίδα της εικόνας˙ τετράγωνη ανοιχτή κορνίζα που έβαζαν την εικόνα )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
’κόνας ντου σπίτ’
(της εικόνας το σπίτι˙ δωμάτιο όπου φύλασσαν την εικόνα αγίων)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
’ζ νεικόνας ο τόπας
(Ο τόπος της εικόνας˙ εικονοστάσι)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
|| Ασμ.
Ο Μάκρος πιάσε το σταυρό και ο Πλάτος την εικόνα
(Ο Μάκρος έπιασε τον σταυρό και ο Πλάτος την εικόνα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.