ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εζιέτι (ουσ. ουδ.) εζι-έτ͑ι [eziˈetʰi] Φάρασ. εζι-έτσ̑’ [eziˈetʃ] Αραβαν. α̈ζι-α̈́τι [æziˈæti] Αφσάρ. αζι-άτ' [aziˈat] Μισθ. εζι-άτ͑ι [eziˈatʰi] Φάρασ. Πληθ. εζι-έτια [eziˈetça] Μισθ., Φλογ. αζι-άτια [aziˈatça] Μισθ. εζι-έτσ̑α [eziˈetʃa] Αραβαν., Σίλ. εζι-άτ͑ε [eziˈatʰe] Φάρασ. Νεότ. ουσ. εζιέτι και εζιγέτι (Mackridge 2021: 25, 72), το οπ. από το τουρκ. ουσ. eziyet = τυραννία, ταλαιπωρία.
Ταλαιπωρία, βάσανο, κόπος, δυσκολία ό.π.τ. : Νας τα φτσ̑άνεις εζι-έτσα; (Γιατί μπερδεύεις έτσι την κατάσταση;) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ετιά 'τουν τα έπ'καν με τα εζι-έτσ̑α και ήφεράν με ερού σο περισ̑αννίχ' (Αυτά είναι τα βάσανα που μου έκαναν και με έφεραν σ' αυτή την τραγική κατάσταση) Αραβαν. -Φωστ. Ντου βρα'ύ μην έρτ'νι σε μας να μας ποίκ'νι εζι-έτια (Το βράδυ μην έρθουν σε μας να μας κάνουν κακό) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Μάνα σ' γιατσ̑ί ντέ σε αγαπά, ζάεις το εζι-έτσ̑α μ'; (Γιατί δεν σε αγαπάει η μάνα σου, μήπως την τυραννάς;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αγρί, γαζούχ :2, ζαχμέτι, ζόρι