εδαρίτσικα
(επίρρ.)
'δαρίτσικα
[ðaˈritsika]
Μαλακ., Φλογ.
'νταρίτσικας
[daˈritsikas]
Μισθ.
'δαρούτσικα
[ðaˈrutsika]
Φλογ.
αdερίτσικα
[adeˈritsika]
Τελμ.
'ντερίτσικα
[deˈritsika]
Αραβαν.
'ντερούτσικας
[deˈrutsikas]
Μισθ.
'ντερούσ̑κα
[deˈruʃka]
Αξ.
'ντερούσ̑καμ
[deˈruʃkam]
Αξ.
'ντέρισ̑κα
[ˈderiʃka]
Αραβαν.
'ντέσ̑κα
[ˈdeʃka]
Αραβαν.
'δέσκα
[ˈðeska]
Γούρδ.
Από το επίρρ. εδαρέ, όπου τύπ. 'δαρά και 'ντερέ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικα. Ο τύπ. 'ντερούσ̑κα με παραγωγ. επίθμ. -ούτσικα.
1. Τώρα δα
ό.π.τ.
:
Αν ντέ σε έπ’καμ’ νύφ’ τουν, ντέσ̑κα να σε ντώκω ήτουν ’ς ετό το παλληκάρ’
(Αν δεν σε είχαμε παντρέψει, τώρα δα θα σε έδινα σε αυτό παλληκάρι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Δαρούτσικα, κονdά μ' έψαλλαν και το τελγράφ
(Aμέσως κοντά μου διάβαζαν και το τηλεγράφημα)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
αρέτσα :3, αρετσούκα
β.
Τώρα
Αραβαν., Γούρδ.
:
Ας έρτουμ' ντέσ̑κα σο παιρί
(Ας επιστρέψουμε τώρα στο παιδί, δηλ. στην εξιστόρηση των σχετικών με το αγόρι
)
-Φωστ.-Κεσ.
2. Τώρα προ ολίγου, μόλις τώρα
Αξ., Μαλακ.
:
Ντερούσ̑κα ήρτεν απόξω
(Τώρα δα ήρθε απ' έξω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αρέτσα :2