ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εγνεφίζω (ρ.) Αόρ. γνέφ'σα [ʹɣnefsa] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. ἐκνἠφω = συνέρχομαι από μεθύσι ή αρρώστια, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
1. Μτβ., ξυπνάω κάποιον : Τη αυίτσα το λαχτόρι 'άλ'σιν τσ̑αι γνέφ'σιν το τσ̑οτσ̑ούχου (Την αυγή ο κόκκορας λάλησε και ξύπνησε το παιδάκι) Φάρασ. -Ιορδαν. Συνών. ξυπνώ :2, ουγιαντιρντίζω
2. Αμτβ., ξυπνάω : Ύπνωσα τη βραδύ, είδα αν οράμα, γνέφ'σα τσ̑αι τσ̑ο πόρκα να 'πνώσου (Κοιμηθηκα το βράδυ, είδα ένα όνειρο, ξύπνησα και δεν μπόρεσα να (ξανα)κοιμηθώ) Φάρασ. -Ιορδαν. Συνών. ξυπνώ :1, ουγιαντίζω
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025