ουγιαντίζω
(ρ.)
ογιανdι̂́ζω
[oʝanˈdɯzo]
Αραβαν.
ογιανdού
[oʝanˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
ουγιάν'σα
[uʹʝansa]
Ουλαγ.
ογιάν'σα
[oˈʝansa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. uyanmak = ξυπνώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. oyanmak.
Ξυπνώ
ό.π.τ.
:
Ντο κορίτσ̑', ότ'λαα ογιάν'σε, ντεμ μπόρ'σε να γηύρει το κ͑αρντάσ̑ι τ'
(Το κορίτσι, όταν ξύπνησε, δεν μπόρεσε να βρει τον αδελφό της)
Ουλαγ.
-Dawk.
Σόν̇α ουγιάνσε το κορίτσ̑΄, gαι ένναν ιτσ̑ά τα ρυό ένα
(Ύστερα ξύπνησε το κορίτσι, και οι δυό τους έγιναν ένα, έσμιξαν ερωτικά)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
γνώθω :1, ξυπνώ
Τροποποιήθηκε: 10/07/2025