ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουγιαντίζω (ρ.) ογιανdι̂́ζω [oʝanˈdɯzo] Αραβαν. ογιανdού [oʝanˈdu] Ουλαγ. Αόρ. ουγιάν'σα [uʹʝansa] Ουλαγ. ογιάν'σα [oˈʝansa] Ουλαγ. Από το τουρκ. uyanmak = ξυπνώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. oyanmak.
Ξυπνώ ό.π.τ. : Ντο κορίτσ̑', ότ'λαα ογιάν'σε, ντεμ μπόρ'σε να γηύρει το κ͑αρντάσ̑ι τ' (Το κορίτσι, όταν ξύπνησε, δεν μπόρεσε να βρει τον αδελφό της) Ουλαγ. -Dawk. Σόν̇α ουγιάνσε το κορίτσ̑΄, gαι ένναν ιτσ̑ά τα ρυό ένα (Ύστερα ξύπνησε το κορίτσι, και οι δυό τους έγιναν ένα, έσμιξαν ερωτικά) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. γνώθω :1, ξυπνώ
Τροποποιήθηκε: 10/07/2025