ουγιαντώ
(ρ.)
ογιανdού
[oʝanˈdu]
Ουλαγ.
ογιανdι̂́ζω
[oʝanˈdɯzo]
Αραβαν.
Αόρ.
ογιάνσα
[oˈʝansa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. uyanmak = ξυπνώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. oyanmak.