ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οτίζω (ρ.) Αόρ. Υποτ. οτίσου [oˈtisu] Μισθ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. ötmek, όπου και διαλεκτ. τύπ. otmak = κελαηδώ, λαλώ.
Κελαηδώ, λαλώ : || Φρ. Ας οτίσ’ ένα κουκουβάγια στο σπίτι σ’ (Να λαλήσει κουκουβάγια στο σπίτι σου˙ Ως κατάρα) Μισθ. -Κωστ.Μ.