οτίζω
(ρ.)
Αόρ. Υποτ.
οτίσου
[oˈtisu]
Μισθ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. ötmek, όπου και διαλεκτ. τύπ. otmak = κελαηδώ, λαλώ.
Κελαηδώ, λαλώ
:
|| Φρ.
Ας οτίσ’ ένα κουκουβάγια στο σπίτι σ’
(Να λαλήσει κουκουβάγια στο σπίτι σου˙ Ως κατάρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.