οτίζω
(ρ.)
οτίζου
[oʹtizu]
Μισθ.
Αόρ. Υποτ.
οτίσου
[oˈtisu]
Μισθ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. ötmek, όπου και διαλεκτ. τύπ. otmak = κελαηδώ, λαλώ.
Για πουλιά, λαλώ, κελαηδώ
:
|| Φρ.
Ας οτίσ’ ένα κουκουβάγια στο σπίτι σ’
(Να λαλήσει κουκουβάγια στο σπίτι σου˙ αρά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
λαλώ :3
Τροποποιήθηκε: 11/07/2025