οτάπασης
(ουσ. αρσ.)
οτάπασ̑ης
[oˈtapaʃis]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. όντάμπασης (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. odabaşı = πανδοχέας.
Ενοικιαστής