οστράκι
(ουσ. ουδ.)
'στράκι
[ˈstraci]
Σινασσ., Φλογ.
'στράκ'
[strak]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
'στράτσ'
[strats]
Μισθ.
Αρχ. ουσ. ὀστράκιον, υποκορ. του ουσ. ὄστρακον = α) πήλινο αγγείο β) θραύσμα πήλινου αγγείου.
1. Θραύσμα από πήλινο σκεύος ή γλάστρα
ό.π.τ.
:
'στράκ' λέισ̑καν το σπασμένο στάμνα
(Οστράκιο έλεγαν την σπασμένη στάμνα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Σο ξερό σην πέτρα το 'στράκ' πιάνισ̑κεν
(Στην ξερή πέτρα το θραύσμα έπιανε, κόλλαγε- πρόληψη ότι ο ξενιτεμένος ζει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Κατ' επέκτ., γλάστρα
Φλογ.
:
Έχω πέντε στράκια βασ̑ιλ'κά
(Έχω πέντε γλάστρες λουλούδια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
β.
Γούρνα
Αξ.
:
Βαβά μ' τάρια σάνισκε τα 'στράκ' ορνιγιού, γουρουνιού, παχνιά βογιού
(Ο πατέρας μου τις πέτρες τις έκανε γούρνες για τις κότες, τα γουρούνια, παχνιά για βόδια
)
Αξ.
-Παυλίδ.