οσεντίζω
(ρ.)
ο̈σ̑ενdίζω
[øʃenˈdizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. üşenmek (< παλ. τουρκ. osan-) = τεμπελιάζω, χασομερώ.
Αμελώ
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025