ορφλούς
(επίθ.)
ορφλούς
[orˈflus]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. örflü = α) σεβαστός β) τρομακτικός.
Επιβλητικός
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025