ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορταχιλίκι (ουσ. ουδ.) ορταχιλίκι [ortaçiˈlici] Φάρασ. ορταλούχ [ortaˈlux] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. ortaklık = συνεταιρισμός. Ο τύπ. ορταλούχ είτε με παρετυμολ. επίδρ. του του παρώνυμου ortalık είτε από αμάρτ. ορταχουλούχ > ορταχλούχ με απλοπ. του συμπλέγματος [xl] > [l].
Συνεταιρισμός, κολληγιά ό.π.τ. Συνών. ορταγί, ορταχεσὐνη, ορταχιά