ορταχιλίκι
(ουσ. ουδ.)
ορταχιλίκι
[ortaçiˈlici]
Φάρασ.
ορταλούχ
[ortaˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. ortaklık = συνεταιρισμός. Ο τύπ. ορταλούχ είτε με παρετυμολ. επίδρ. του του παρώνυμου ortalık είτε από αμάρτ. ορταχουλούχ > ορταχλούχ με απλοπ. του συμπλέγματος [xl] > [l].