ορταχιλίκι
(ουσ. ουδ.)
ορταχιλίκι
[ortaçiˈlici]
Φάρασ.
ορταλούχ
[ortaˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. ortaklık = συνεταιρισμός. Ο τύπ. ορταλούχ είτε με παρετυμολ. επίδρ. του του παρώνυμου ortalık είτε από αμάρτ. ορταχουλούχ > ορταχλούχ με ανομοιωτ. αποβ. του πρώτου [x].
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025