ορταλατίζω
(ρ.)
ορταλατίζου
[ortalaˈtizu]
Φάρασ.
Παθ. Μτχ.
ορταλατιμένου
[ortalatiˈmenu]
Φάρασ.
Από τον αόρ. ortaladı του τουρκ. ρ. ortalamak = κεντράρω.
Ευθυγραμμίζω
ό.π.τ.