ορταλατίζω
(ρ.)
ορταλατίζου
[ortalaˈtizu]
Φάρασ.
Παθ. Μτχ.
ορταλατιμένου
[ortalatiˈmenu]
Φάρασ.
Από τον αόρ. ortaladı του τουρκ. ρ. ortalamak = ευθυγραμμίζω.
Ευθυγραμμίζω
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025