ορσελέτημα
(ουσ. ουδ.)
ορσα̈λα̈́τημα
[orsæˈlætima]
Φάρασ.
Από το ρ. ορσελετίζω, όπου και τύπ. ορσα̈λα̈τώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η καταστροφή κηπευτικών από το ανακάτεμα
Φάρασ.