ορνούχος
(ουσ. αρσ.)
ορνούχος
[oˈrnuxos]
Ανακ., Αραβαν., Σινασσ., Φερτάκ.
'ρνούχος
[ˈrnuxos]
Σινασσ.
Θηλ.
ορνούχα
[oˈrnuxa]
Αξ., Αραβαν.
Ουδ.
ορνούχ'
[orˈnux]
Ανακ.
ορνόχι
[orʹnoçi]
Μισθ.
Από το μεταγν. ουσ. ῥινοῦχος = υπόνομος. Εσφαλμένη η ετυμολογ. πρόταση του Αλεκτορίδη (1883: 500) από το ουσ. ὄρνις και το ρ. έχω. H λ. και Δωδεκ.
1. Η υδρορροή ή το αυλάκι που μεταφέρει προς τα έξω τα ακάθαρτα νερά του σπιτιού και τα όμβρια νερά
ό.π.τ.
Πβ.
ολούκι
2. Μικρή είσοδος κοτετσιού για τις κότες
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 19/08/2025