ορνιθιάζω
(ρ.)
ορνιθιάζω
[orniˈθçazo]
Σινασσ.
Mεσν. ρ. ὀρνιθιάζω = συμπεριφέρομαι σαν την κότα.
Σκαλίζω σαν την κότα
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025