ορουμτσέκι
(ουσ. ουδ.)
ορουμτσέκι
[orumˈtseci]
Φάρασ.
ορουμτσές
[orumˈtses]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. örümcek= αράχνη. O τύπ. ορουμτσές από τον διαλεκτ. τύπ. örümce = αράχνη.