ορουμτσέκι
(ουσ. ουδ.)
ορουμτσέκι
[orumˈtseci]
Φάρασ.
ορουμτσές
[orumˈtses]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. örümcek, όπου και διαλεκτ. τύπ. örümce = αράχνη.
Τροποποιήθηκε: 17/12/2024