ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορταγί (επίρρ.) ορταγι̂́ [ortaˈɣɯ] Τροχ. ορταχ̇ίς [ortaʹxɯs] Φάρασ. ορτάχ̇ι [orˈtaxi] Φλογ. ορτάχια [orˈtaça] Δίλ. Από τον πτωτικό τύπ. ortağı του τουρκ. ουσ. ortak, όπου και διαλεκτ. τύπ. ortah = α) συνέταιρος, συνεργάτης, συνεργός β) κοινός, από κοινού γ) συν-σύζυγος σε πολυγαμικό γάμο. O τύπ. ορτάχια με το επιρρηματ. επίθμ. .
Συνεταιρικά, με συνεργατική αγροτική καλλιέργεια, όπου ο ένας εταίρος βάζει το κτήμα με το σπόρο και ο άλλος τις αγροτικές εργασίες : Τα κόμματα τα λάμνισκαμ’ ορταγι̂́ (Τα χωράφια τα οργώναμε συνεταιρικά) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Φέτου τα χωράφα 'μεις έχουμ' τα ορταχ̇ίς (Φέτος τα χωράφια εμείς τα έχουμε μισιακά) Φάρασ. -Αναστασ. 'μεις έχουμ' ορταχ̇ίς σο 'ώνι λιέγο 'ωσμένο κ'θάρι (Εμείς έχουμε συνεταιρικά στο αλώνι λίγο αλωνισμένο κριθάρι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ορτάχια σπέριξαμ’ (Σπέρναμε συνεταιρικά) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Πβ. ορταχιά, ορταχιλίκι
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025