ορταγί
(ουσ. ουδ.)
ορταγι̂́
[ortaˈɣɯ]
Τροχ.
ορταγί
[ortaˈʝi]
Τροχ.
ορτάχ̇ι
[orˈtaxi]
Φλογ.
ορτάχια
[orˈtaça]
Δίλ.
Από τον πτωτικό τύπ. ortağı του τουρκ. ουσ. ortak , όπου και διαλεκτ. τύπ. ortah = α) συνέταιρος, συνεργάτης, συνεργός β) κοινός, από κοινού γ) συν-σύζυγος σε πολυγαμικό γάμο.
Κολληγιά, συνεργατική αγροτική καλλιέργεια, όπου ο ένας εταίρος βάζει το κτήμα με το σπόρο και ο άλλος τις αγροτικές εργασίες
:
Ορτάχια σπέριξαμ’
(Σπέρναμε συνεταιρικά)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Τα κόμματα τα λάμνισκαμ’ ορταγί
(Τα χωράφια τα οργώναμε συνεταιρικά)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
ορταχιά, ορταχιλίκι